- ανοσιότητα
- ηασέβεια: Πολλές ανοσιότητες έκαμαν οι εισβολείς στη χώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανοσιότητα — η (AM ἀνοσιότης) η ιδιότητα του ανόσιου, ασέβεια … Dictionary of Greek
ἀνοσιότητα — ἀνοσιότης unholiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαστορία — ἀλαστορία, η (Α) [ἀλάστορος] 1. η τιμωρός εκδίκηση τού υπέρτατου όντος 2. κακία, πονηρία, ανοσιότητα … Dictionary of Greek
αναγνεία — ἀναγνεία, η (Α) [ἁγνεία] έλλειψη αγνείας ή αγνότητας, ανοσιότητα, κακούργημα … Dictionary of Greek
μιαρωσύνη — μιαρωσύνη, ἡ (Μ) [μιαρός] μιαρότητα, ανοσιότητα, ανιερότητα … Dictionary of Greek
μιαρότητα — Η (Α μιαρότης) [μιαρός] το να είναι κανείς μιαρός, αισχρότητα, ανιερότητα, ανοσιότητα νεοελλ. 1. βεβήλωση 2. μτφ. μόλυνση … Dictionary of Greek
Βιγιόν, Φρανσουά — (François Villon, Παρίσι 1431 – 1463 ή 1489). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή Φρανσουά ντε Μονκορμπιέ (François de Montcorbier) ή, κατ’ άλλους, Φρανσουά ντε Λοζ (François des Loges), το οποίο υιοθέτησε από ευγνωμοσύνη προς τον δάσκαλο και … Dictionary of Greek